Του Ευάγγελου Σπινθάκη
Πάνε 30 χρόνια που δεν συμμετέχω σε κομματικές, συνδικαλιστικές ή επετειακές διαδηλώσεις.
Η συγκέντρωση της Τετάρτης 29 Ιουνίου στο Σύνταγμα δεν ήταν τίποτε από αυτά. Σκέφτομαι και γράφω σήμερα για τις εικόνες, τους ήχους, τις μυρωδιές, τις γεύσεις και τα αγγίγματα εκείνης της μέρας. Κατέβηκα με τον Γιάννη κρατώντας πλακάτ που μεταξύ άλλων είχε και τις λέξεις ύβρις, νέμεσις, αξιοπρέπεια.

Φτάνουμε το πρωί στις 8, ησυχία στην πλατεία, πολλοί αγουροξυπνημένοι, μερικοί κοιμούνται ακόμη, στην γραμματεία μας υποδέχονται χαμογελαστοί. Αντιλαμβάνομαι ότι πρέπει να έχω και εγώ μάσκα, μια κυρία από δίπλα μου χαρίζει μια από αυτές των οδοντιάτρων λέγοντας «πρέπει να βοηθάμε ο ένας τον άλλον». Ένα ρουμανικό κανάλι ζητά απαντήσεις για την κατάσταση στην Ελλάδα, Στην Ρουμανία τους λένε πως το ΔΝΤ είναι και για αυτούς η μοναδική λύση. Βρίσκομαι να συζητώ με δύο τουρκοκύπριες, η παρουσία των τούρκων από την Ανατόλια στην κατεχόμενη Κύπρο τις τρομάζει, όσο τρομάζει και τους ελληνοκύπριους. Προτιμούν να ζήσουν με τους ελληνοκύπριους.

Αργότερα μαθαίνω ότι εκτός από την μάσκα θα φανεί χρήσιμο και το μαλλόξ, ως αντίδοτο στα δακρυγόνα. Αμέσως ο Χρήστος μου δίνει ένα από τα δικά του, μαζί με τις σχετικές οδηγίες. Αλείφουμε όλοι τα πρόσωπα.
Δεν αρκεί όμως αυτό. Κάθε που πέφτουν δακρυγόνα χρειάζεσαι νέα δόση. Αυτή προσφέρεται αμέσως από νεαρούς εθελοντές που κυκλοφορούν στο πλήθος κρατώντας ψηλά ένα πλαστικό ψεκαστήρι σαν κι αυτά που ραντίζουν τα λουλούδια, γεμάτο με το γαλακτερό υγρό. Μόλις δουν κάποιον να πνίγεται από τα δακρυγόνα, τρέχουν και τον ψεκάζουν με το θαυματουργό υγρό – προσφορά της Ένωσης Φαρμακοποιών Πειραιά, όπως μας θυμίζουν τα μεγάφωνα. Το δακρυγόνο καίει το πρόσωπο και την ανάσα. Το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να τρέξεις.

Βρίσκομαι με τον Γιώργο στην Ερμού, ο κόσμος υποχωρεί στα δακρυγόνα αλλά  επανέρχεται αμέσως γιατί, όπως φωνάζει ένας της ομάδας ψυχραιμίας από την ντουντούκα, «είμαστε πολλοί και έχουμε το δίκιο με το μέρος μας». Δεν φεύγει κανείς. Κάτω από το υπουργείο στην οδό Νίκης στέκει μια διμοιρία ΜΑΤ. Μπροστά της βρίσκεται η ομάδα ψυχραιμίας που αποθαρρύνει τους διαδηλωτές να στραφούν εναντίον της. Με την διμοιρία αυτή υπάρχει άτυπη εκεχειρία. Αν μας χτυπήσει, θα βρεθούμε μεταξύ 2 πυρών. Μια στιγμή κάποιος νεαρός εκσφενδονίζει εναντίον τους ένα μπουκάλι νερό. Ένας μεσήλικας δίπλα του κάνει παρατήρηση. Ο νεαρός εξαγριωμένος στρέφεται απειλητικά εναντίον του «Εσύ μου στέρησες το μέλλον μου». Οι ψύχραιμοι τον  απομακρύνουν. «Μην πλακωθούμε μεταξύ μας παιδιά!».

Αποφασίζουμε με τον Γιώργο να κατευθυνθούμε στην Αμαλίας, ευελπιστώντας πως η δροσιά του κήπου θα κάνει την ατμόσφαιρα λιγότερο βαριά. Ο Γιώργος κρατά κάμερα. Μας πλησιάζει μια μικροκαμωμένη γυναίκα, λέει στον Γιώργο «έλα να τραβήξεις με την κάμερα», κατευθύνεται στην αλυσίδα των ΜΑΤ και απαιτεί «αφήστε με να περάσω απέναντι, δεν μπορείτε να μας κρατάτε αποκλεισμένους», οι αστυνομικοί θηρία, πάνοπλοι μπροστά της αλλά αμήχανοι, τα χρειάζονται μπροστά σε αυτό το μικροκαμωμένο και αποφασισμένο πλάσμα. Μαζεύεται και άλλος κόσμος, σε λίγο η αλυσίδα σπάει,  τα ΜΑΤ  αποχωρούν και ενωνόμαστε με τους απέναντι μέσα από ιαχές. Δεν συγκράτησα το πρόσωπο της γυναίκας, φορούσε και αυτή μάσκα. Ο Γιώργος καταγράφει όλη τη σκηνή.
Η εμφάνιση των ανθρώπων δίπλα μας φαντάζει σουρρεαλιστική. Κάποιοι φορούν αντιασφυξιογόνες μάσκες, άλλοι μάσκες θαλάσσης, μαντήλια, οι περισσότεροι είναι πασπαλισμένοι ασπριδεροί με το μαλλόξ, που είναι το καλλυντικό που φοριέται στις διαδηλώσεις. Παίρνω απανωτά τηλέφωνα τον Άρη, τα ΜΑΤ τους έχουν αποκλείσει και από τις 2 μεριές και τους ψεκάζουν συνεχώς, μπαίνουν στα καταστήματα, δεν υπάρχει διαφυγή.
Το μέτωπο στην Αμαλίας έχει ηρεμήσει, ακούγονται όμως κρότοι από την άλλη μεριά. Κάποιος κάνει τον γύρο θριάμβου στην πλατεία με μια ελληνική σημαία, το πλήθος ενθουσιάζεται. Κατεβαίνω στο μετρό, η ατμόσφαιρα βαριά, παρέες – παρέες εξουθενωμένων με κόκκινα μάτια πλημμυρίζουν τον χώρο.
Πέφτω πάνω στην Έφη, τους χτύπησαν λέει αλύπητα στην Πανεπιστημίου, με συμβουλεύει να αποφύγω να εγκλωβιστώ στην πλατεία γιατί η αστυνομία έχει αγριέψει πολύ και χτυπά αδιακρίτως. Μου δίνει λίγο μαλλόξ και χωρίζουμε. Αστραπιαία περνά από το μυαλό μου η εικόνα της μάνας μου. Στην έξοδο του μετρό προς την πλατεία γίνονται συγκρούσεις. Επιστρέφω στην Αμαλίας. Επικρατεί ηρεμία εδώ, είμαστε δίπλα στην αλυσίδα των ΜΑΤ. Ακούω σπασίματα, κάποιος με φάτσα εργάτη κρατά μια βαριοπούλα και σπάει τα πλακάκια του πεζοδρομίου για πολεμοφόδια κοντά στο ξενοδοχείο Αμαλία. Του κάνουν παρατήρηση οι πιο μεγάλοι, οι νεώτεροι τον υπερασπίζονται, μιλούν για επαναστατική βία, «να μην κάτσουμε με σταυρωμένα τα χέρια να μας βαράνε». Παίρνω το μέρος των μεγαλύτερων. Θυμάμαι ότι έχω ξανακάνει αυτή τη συζήτηση, εκείνες τις μέρες του σκληρού Νοέμβρη του ’73. Τότε ήμουν με την αντίθετη πλευρά. Έχουν εντωμεταξύ περάσει 38 χρόνια από πάνω μου!

Περιγράφω την εξής σκηνή που επαναλήφθηκε πολλές φορές στην Αμαλίας.  
Η αστυνομία πετά δακρυγόνα, ο κόσμος αρχίζει να τρέχει πανικόβλητος, αμέσως οι ψύχραιμοι γυρίζουν προς την αντίθετη κατεύθυνση, σηκώνουν τα χέρια ψηλά φωνάζοντας «Όπα, ήρεμα, δεν τρέχουμε, μην πατηθούμε μεταξύ μας». Ο κόσμος σταματά, ηρεμεί και σιγά σιγά ανακτά το χαμένο έδαφος. Η ψυχραιμία στο πλήθος είναι μεταδοτική, ακριβώς όπως ο πανικός. Κάποια στιγμή τα ΜΑΤ κάνουν κυκλωτική κίνηση, βγαίνουν από την Φιλελλήνων στην Αμαλίας και σαρώνουν τους αποκλεισμένους στο τμήμα της Αμαλίας ως το Σύνταγμα. Ξύλο και δακρυγόνα. Μόλις προλαβαίνω και διαφεύγω προς την Διονυσίου Αρεοπαγίτου. Καθόμαστε στα παγκάκια πίσω από το άγαλμα της χαμογελαστής Μελίνας, Υπάρχουν τουρίστες εδώ, τρώνε, πίνουν καφέ, ο μπουζουκτσής στην γωνία παίζει τα παιδιά του Πειραιά, ασφαλώς δεν θα χτυπήσουν τουρίστες.
Στην πύλη του Αδριανού ξεκινά ο πετροπόλεμος. Κάποτε τα ΜΑΤ επελαύνουν, φτάνουν στην Διονυσίου Αρεοπαγίτου και πετάνε δακρυγόνα στα εστιατόρια, οι τουρίστες τρέχουν αλαφιασμένοι να μπουν μέσα. Λάθος η αρχική μας εκτίμηση, χτυπούν αδιακρίτως και τους τουρίστες. Βρισκόμαστε πια μπροστά στο μουσείο. Ακούμε από μακριά μουγκρητό μηχανών να πλησιάζει. Καμιά τριανταριά μηχανάκια με μαυροφορεμένους αστυνομικούς διασχίζουν τον δρόμο, κάνουν ένα κύκλο, απομακρύνονται και επιστρέφουν μαρσάροντας και πετώντας δακρυγόνα ακόμη και μέσα στο μετρό, Κατηφορίζουμε ήσυχα στις σκάλες με τις γνωστές ψύχραιμες φωνές «ήρεμα – ήρεμα».
Έχει πάει ή ώρα 9, είμαι 13 ώρες στο δρόμο με ένα μπουκάλι νερό, το μέτωπό μου καίει, νηστικός, σαν να έχω καταπιεί χλωρίνη, όπως λέει και ο Χρήστος. Δεν αισθάνομαι κούραση, δεν πεινάω. Ήμουν τόσες ώρες δίπλα σε αγνώστους αλλά αισθάνομαι οικεία. Μιλάμε πολύ, βοηθάμε όπου μπορούμε, εμψυχώνουμε ο ένας τον άλλον. Δεν βλέπω μόνο αγανακτισμένους, περισσότερο βλέπω ανθρώπους αποφασισμένους να βγουν στην κοινωνία και να μιλήσουν, να πουν «φτάνει πια». Διαφορετικοί άνθρωποι, όχι οι συνήθεις των διαδηλώσεων, αλλά νέοι και ηλικιωμένοι, άντρες και γυναίκες, φρικιά και καθωσπρέπει κυρίες, νοικοκυρές και εργάτες. Αυτή την ατμόσφαιρα που είχα ζήσει και τον Νοέμβρη του ’73 στο πρώτο ταξίδι, βίωσα και σήμερα στο δεύτερο ταξίδι. Δεν είμαι σίγουρος πια για το «πραγματικό νόημα» του Πολυτεχνείου. Η κουβέντα που πέταξε ο νεαρός στην οδό Νίκης στον συνομήλικό μου με στοιχειώνει… Είμαι σίγουρος μόνο για τα συναισθήματα.

Δεν ξέρω τι θα γίνει με το μνημόνιο, εύχομαι μόνο το επόμενο ταξίδι να μην χρειαστεί να γίνει και πάλι σε συνθήκες σύγκρουσης. Μπορούμε άραγε να οργανωθούμε για να ζήσουμε ως κοινωνία, ως πρόσωπα όπως ζήσαμε αυτή την Τετάρτη ο ένας για τον άλλον; Αυτή την ευχή κάνω στον εαυτό μου και σε όλους τους γνωστούς και αγνώστους που συνάντησα αυτές τις 13 ώρες.

Ξημερώματα 30 Ιουνίου 2011.
Μπαίνω στα 60 σήμερα, το δώρο μου το πήρα χτες.
Ευχαριστώ.

Ευάγγελος Σπινθάκης