Ένα παραμύθι της Ανθούλας Αθανασιάδη
Μια φορά κι ένα καιρό, μια μεγάλη παρέα παιδιών, αγόρια και κορίτσια, μαζεύτηκαν σε μια πλατεία.
Κάθισαν γύρω από το σιντριβάνι και άρχισαν να σκέφτονται.
-Πολύ βρώμικα είναι εδώ πέρα, λέει ο ένας. Μήπως να φέρω καμιά σκούπα να καθαρίσουμε;
-Εγώ θα φέρω και μπογιές να ζωγραφίσουμε! Πετάχτηκε ο άλλος.
-Τι ωραία! Είπαν δυο κορίτσια μαζί. Εμείς θα μαγειρέψουμε, γιατί μετά το καθάρισμα θα πεινάμε όλοι…
Και πιάσανε δουλειά. Μετά από λίγο, η πλατεία είχε μεταμορφωθεί.
Τα άσπρα της μάρμαρα έλαμπαν, παντού είχε κρεμασμένες ζωγραφιές και μια ωραία μυρωδιά πλανιόταν στον αέρα.
Ο κόσμος που περπατούσε στη πλατεία, άρχισε να σταματάει και να χαζεύει, και σιγά-σιγά μαζεύτηκαν κι άλλοι, κι άλλοι, που τους άρεσε αυτό που έβλεπαν και ήθελαν κι εκείνοι να μπουν στη παρέα.
-Α! Εδώ είναι πολύ καλά… ψιθύριζαν μεταξύ τους.
-Καλέ, είναι καλύτερα κι από το σπίτι μου! Φώναξε μια κυρία.
-Μαμά! Λέει ένα παιδάκι. Θέλω να μείνουμε στη πλατεία… Να φέρω τη σκηνή μου;
Και χωρίς να το πολυκαταλάβουν, η πλατεία άρχισε να μεγαλώνει, να μεγαλώνει, να γεμίζει χαρούμενους ανθρώπους, σκηνές, ζωγραφιές, μουσικές και τραγούδια.
Οι άνθρωποι που είχαν μαζευτεί εκεί, άρχισαν να νιώθουν λίγο διαφορετικά από πριν. Άρχισαν να μιλάνε με τους γύρω τους, να κάνουν καινούργιους φίλους, να γελάνε πιο συχνά. Άρχισαν να νιώθουν ελεύθεροι.
Και η πλατεία, έλαμπε κάθε μέρα και περισσότερο και άρχισε να φωτίζει και τους δρόμους γύρω-γύρω και το φως πήγε και πάρα πέρα, και στο τέλος όλη η χώρα έλαμπε από πολλά φωτάκια που είχαν ανάψει σε όλες τις πλατείες της.
Το πολύ φως όμως, κάποιους τους ενοχλεί. Αυτούς που είχαν συνηθίσει να ζουν στα σκοτάδια σαν τους τυφλοπόντικες, τους τύφλωσε η ξαφνική λάμψη.
Φοβήθηκαν.
Αποφάσισαν λοιπόν, πως οι φωτεινές πλατείες, πρέπει να πάψουν να φωτίζουν. Γιατί, αυτό το ενοχλητικό φως, τραβούσε όλο και περισσότερους ανθρώπους κοντά του και στο τέλος οι τυφλοπόντικες, θα έμεναν μόνοι τους στα σκοτεινά τους λημέρια. Δεν θα είχαν πια υπηρέτες να τους υπηρετούν, ούτε αυλοκόλακες να τους κολακεύουν. Θα έχαναν σιγά-σιγά όλα τους τα προνόμια και θα ξεχνιόντουσαν μόνοι κι έρημοι στα σκοτεινά.
Ανασκουμπώθηκαν λοιπόν, και μάζεψαν στρατό. Έντυσαν τους στρατιώτες τους με άσχημες, γκρι στολές, τους έδωσαν όπλα, ασπίδες, περικεφαλαίες και μια ηλιόλουστη μέρα τους έστειλαν στη μεγάλη πλατεία.
Πολύς κόσμος είχε μαζευτεί εκεί. Παιδάκια έτρεχαν, γέροι κουνούσαν σημαίες, άλλοι χόρευαν, άλλοι έπαιζαν μουσική και τραγουδούσαν.
Και ξαφνικά, μέσα σε όλη αυτή την χαρά, όρμησαν οι γκρι στρατιώτες, χτυπώντας από δω κι από κει όποιον έβρισκαν.
Κανείς δεν μπορούσε να δει τα πρόσωπά τους. Ήταν όμως άγριοι και τρομεροί και έσπερναν τον φόβο όπου πατούσαν.
Τα παιδιά άρχισαν να κλαίνε, οι μαμάδες να τα παίρνουν αγκαλιά και να τρέχουν να ξεφύγουν, οι γέροι να σκουντουφλάνε στα σκαλιά…
Όλοι φώναζαν τρομαγμένοι.
Και ξαφνικά, ένα παιδί, προχώρησε μόνο του και στάθηκε μπροστά στους γκρι στρατιώτες. Δεν φοβήθηκε τα όπλα τους, ούτε τα σκεπασμένα τους πρόσωπα. Σήκωσε τα χέρια του ψηλά στον ουρανό, σαν να τους έλεγε: Ελάτε λοιπόν! Εγώ είμαι ο γιός του ουρανού και παίρνω δύναμη απ΄τα αστέρια. Ελάτε αν σας βαστάει…
Οι στρατιώτες, σταμάτησαν για μια στιγμή και κοιτάχτηκαν παραξενεμένοι. Μα.. ποιός είναι αυτός που δεν μας φοβάται; Δεν φοβάται τη δύναμή μας και τα τρομερά μας όπλα;
Πως στέκεται έτσι θαρραλέος και άοπλος απέναντί μας; Μήπως έχει κανένα κρυφό, μαγικό όπλο που δεν το ξέρουμε; Μήπως μπορεί, μόνο με τη ματιά του να μας εξοντώσει;
Όσο οι στρατιώτες δίσταζαν, τόσο οι υπόλοιποι άνθρωποι στη πλατεία που παρακολουθούσαν τη σκηνή από μακριά, άρχισαν να παίρνουν θάρρος.
Σιγά-σιγά, ένας ένας, άρχισαν να πλησιάζουν και να στέκονται κι αυτοί άοπλοι και θαρραλέοι δίπλα στο παιδί με τα σηκωμένα χέρια.
Δεν μιλούσαν, δεν φώναζαν. Απλά στέκονταν εκεί και κοιτούσαν αμίλητοι τους γκρι στρατιώτες. Και αυτή η σιωπή, έκανε τόση φασαρία, σαν δέκα κανόνια μαζί. Ο ήχος της σιωπής, τρύπησε τα αυτιά των στρατιωτών σαν τρυπάνι. Προσπάθησαν να κρατηθούν ο ένας απ΄τον άλλον, έβαλαν τις ασπίδες τους μπροστά τους για να σταματήσουν τον ήχο, αλλά αυτός δυνάμωνε…δυνάμωνε και τα αυτιά τους πονούσαν τόσο, που στο τέλος το έβαλαν στα πόδια.
Έτρεχαν, έτρεχαν και δεν σταμάτησαν παρα μόνο όταν έφτασαν τόσο μακριά από την πλατεία που ο ήχος της σιωπής των γενναίων, δεν ακουγόταν πια.
Τα παιδιά, γύρισαν στη πλατεία. Σιγά-σιγά, ένας ένας άρχισαν να μιλάνε, να γελάνε, να ανασαίνουν πάλι ελεύθερα.
Πήραν ξανά τις σκούπες και τα φαράσια τους και καθάρισαν πάλι την πλατεία τους που έλαμψε καλύτερα κι από πριν.
Τα τραγούδια ξανάρχισαν κι οι χοροί και οι αγκαλιές.
Όλοι ήταν πια ευτυχισμένοι, που τα φώτα της πλατείας με την βοήθεια των γενναίων παιδιών της, είχαν νικήσει τα σκοτάδια.
Πήραν μπαλόνια και την στόλισαν, ζωγραφιές και της κρέμασαν, καραβάκια και τα έβαλαν να πλέουν στο σιντριβάνι της.
Άπλωσαν χρωματιστά τραπεζομάντιλα και έστρωσαν φαγητά, και κάλεσαν και όλους τους φτωχούς να φάνε μαζί τους.
Τα παιδιά έκαναν ποδήλατα και πατίνια, ενώ οι μεγάλοι έτρωγαν και συζητούσαν γελώντας.
Και οι τυφλοπόντικες, δεν ξαναπροσπάθησαν να πλησιάσουν. Μόνο έμειναν για πάντα μόνοι τους, παρέα με τους γκρι στρατιώτες τους, κρυμμένοι στα σκοτεινά τους δωμάτια.
…και ζήσαν αυτοί καλά, κι εμείς καλύτερα!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου